μωλωπισμός

μωλωπισμός
ο (Μ μωλωπισμός) [μωλωπίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μωλωπίζω, η δημιουργία μωλώπων, ελαφρών κακώσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μωλωπισμός — ο το να μωλωπιστεί κανείς, πρήξιμο ή μελάνιασμα του δέρματος έπειτα από χτύπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μωλώπωσις — μωλώπωσις, ἡ (Α) μωλωπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μώλωψ, ωπος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μωλωπῶ, όω] …   Dictionary of Greek

  • σαρκόθλασις — άσεως, ἡ, Μ σύνθλιψη τής σάρκας, μωλωπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”